Μοραΐτης

Μοραΐτης
και Μωραΐτης, ο, θηλ. -ισσα (Μ Μοραΐτης και Μορέτης)
Πελοποννήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Μορέας + κατάλ. -ίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μοραΐτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος του Μοριά ή αυτός που κατάγεται από το Μοριά, ο Πελοποννήσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αΐτης — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ονομάτων που δηλώνουν τοπική προέλευση ή παρωνύμιο. Σχηματίστηκε αρχικά σε μεταγεν. εθνικά και παρώνυμα ονόματα που είχαν στο θέμα τους αι: Αθήναι > Αθηναι ίτης > Αθηνα ΐτης, σπήλαιον > σπηλαι ίτης > σπηλα… …   Dictionary of Greek

  • Μορέτης — Μορέτης, ὁ (Μ) βλ. Μοραΐτης …   Dictionary of Greek

  • Μοραίος — Μοραῑος, ὁ (Μ) Πελοποννήσιος, Μοραΐτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Μορέας + κατάλ. αῖος (πρβλ. Υδρ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • Μωραΐτης — ο, θηλ. ισσα βλ. Μοραΐτης …   Dictionary of Greek

  • μοραΐτικος — και μωραΐτικος, η, ο [Μοραΐτης / Μωραΐτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μοριά, δηλ. στην Πελοπόννησο 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Πελοπόννησο. επίρρ... μοραΐτικα και μωραΐτικα με τρόπο που ταιριάζει σε Μοραΐτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”